παρακαταθάπτω

English (LSJ)

Ep. aor. I παρκατέθαψα, bury beside, Q.S.1.804 (s.v.l.).

Greek Monolingual

Α
θάβω δίπλα, θάβω κάποιον ή κάτι δίπλα σε κάποιον ή κάτι.