παραπέμπω

From LSJ

ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραπέμπω Medium diacritics: παραπέμπω Low diacritics: παραπέμπω Capitals: ΠΑΡΑΠΕΜΠΩ
Transliteration A: parapémpō Transliteration B: parapempō Transliteration C: parapempo Beta Code: parape/mpw

English (LSJ)

A send past, ἀλλ' Ἥρη παρέπεμψεν conveyed [the Argo] past or through the Symplegades, Od.12.72: metaph., σαρκὶ καὶ γάλακτι π. τὸν βίον support life, Agatharch.30, cf. 99, Hyp.Fr.219a; π. τὴν νύκτα pass the night, Poll.6.109:—Med., π. τὸν κάματον while it away, Sch.Ar. Nu.1360.
2 send by or along the coast, Th.8.61 (Pass.).
3 escort, of ships of war convoying merchant vessels, D.21.167, cf. 8.25 (Pass.); π. τὰ ἱερὰ στρατεύματα IGRom.3.1421.7 (Prusias, iii A. D.): generally, escort, Lyr.Alex.Adesp.1.12, etc.; π. τινὰ πρὸς τὴν οἰκίαν Plu.Per.5; π. τὰ ἱερά IG22.1078 (iii A. D.); esp. escort to the grave, χορῷ… τὸ σῶμα Posidon.14J. (so in Med., τὸ σῶμα παραπέμψασθαι ἐπὶ τὴν κηδείαν IG12(7).53.19 (Amorgos)):—Pass., ἐτάφη καὶ παρεπέμφθη πανδημεί D.L.3.41; of a bridal procession, to be escorted to the bridechamber, Luc.DMar.5.1.
b attend a person, of Roman clients, Epict.Ench.25.2; escort, attend to or from the forum, D.C.43.22, 58.11: metaph., of philosophy, τὸ παραπέμψαι δυνάμενον M.Ant.2.17; τὸν ὑπόλοιπον βίον ὑπὸ δόξης χρηστῆς παραπεμφθῆναι Hyp.Dem.21.
4 convoy supplies, provisions, etc., to an army, π. τισὶ παραπομπήν X. HG7.2.18; σῖτον Philipp. ap. D.18.77, cf. 50.58.
5 send troops along the line or along the flanks, in support, ἐπ' οὐρὰν καὶ τὸ ἀπὸ τοῦ στόματος ἱππικόν X.HG4.3.4; εὐζώνους εἰς τὰ πλάγια Id.An.6.3.15, cf. Ages.2.3.
6 bring also or besides, φέρε, παῖ,… ὕδωρ, π. τὸ χειρόμακτρον Ar.Fr.502:—Pass., to be sent in addition, SIG613.19 (Delph., ii B. C.).
7 swallow, Dionys.Av.2.6.
II of voice, etc., pass on, send to, of an echo, π. στόνον τινί S.Ph. 1459 (anap.); θόρυβον π. τινί waft him applause, Ar.Eq.546; μουσικῇ π. ἑαυτόν give oneself up to... Plu.Sol.29, cf. Phld.Mus.p.108K.; χάριτι π. ἀτύφῳ Plu. Cat.Mi.46:—Med., φωνὴν π. D.C.74.14.
b of light, reflect, M.Ant. 8.57.
c metaph., δόγματα φαντάζεσθαι καὶ π. Id.10.9.
III dismiss, Philipp. ap. D.18.166, Plb.30.19.17, D.S.26.1, etc.:—Med., dismiss one's pupil, D.L.8.87; put away one's wife, Apollod.1.9.28.
2 give up, omit, τὸ λουτρόν Sor.1.46, cf. Phld.Rh.1.181 S.; reject, Sor.1.118, M.Ant.1.8; τὰς δεήσεις J.AJ6.3.5:—Med., reject, A.D. Synt. 6.7, al.; omit, πλείονα… ἱστορούμενα Philum. Ven. 36.3.
IV transmit an inheritance, Arg.Is.10, Procop.Arc.11: metaph., π. ἔχθος εἰς τριγονίαν ib.15; μνήμην εἰς τοὺς ἐπιγόνους Id.Aed.1 Praef.

German (Pape)

[Seite 493] daneben-, vorbeischicken, machen, daß ein Geschoß vorüberfliegt ohne zu treffen, Od. 12, 72, es hätte ihn getroffen, ἀλλὰ Ἥρη παρέπεμψεν; dah. auch vorüberführen, Sp.; geleiten, Ar. Eqq. 546; Xen. Hell. 7, 2, 18; Plut. Pericl. 5 u. a. Sp.; bes. zu Grabe geleiten, D. L. 3, 41; vgl. Ath. XIII, 594 e; – zuschicken, ὄρος παρέπεμψεν ἐμοὶ στόνον ἀντίτυπον, Soph. Phil. 1445, vom Echo; hinbringen, hinschaffen, σῖτον ἐκ τοῦ Ἑλλησπόντου εἰς Λῆμνον, Dem. 18, 77; παρεπέμφθη ἐφ' Ἑλλησπόντου, Thuc. 8, 61; zu Hülfe schicken, Xen. Hell. 4, 3, 4 An. 6, 3, 15; – fortschicken, entlassen, auch verachten, verschmähen, τοὺς οὐκ ὀρθῶς συμβουλεύοντας, Dem. 18, 166; ἅπασιν οἰκείως ἀπήντησε, πλὴν Ῥοδίων· τούτους δὲ παρέπεμπε, Pol. 30, 17, 17; neben καταγιγνώσκω, 32, 10, 3 u. öfter; τὴν οἰκείοτητα, nicht berücksichtigen, D. Sic. 4, 34; Gegensatz ἀσπάζεσθαι, S. Emp. adv. math. 7, 11, παραλαμβάνειν, pyrrh. 1, 183; = ἐκβάλλειν, adv. math. 7, 81; daher auch παραπέμπων ἑαυτὸν πότοις καὶ μουσικῇ, Plut. Sol. 29, sich überlassen, ergeben. – Med. von sich wegschicken, entlassen, z. B. seine Frau, Apollod. 1, 9, 28; auch κάματον, Ar. Nub. 1360.

French (Bailly abrégé)

I. faire passer le long de ou à travers, d'où
1 envoyer le long du littoral;
2 faire passer le long ou à travers (des écueils) acc.;
II. laisser passer auprès de soi, càd laisser sans y faire attention, négliger, dédaigner, acc.;
III. conduire ou faire passer à côté, d'où
1 accompagner, escorter ; particul. accompagner au tombeau ; fig. au sens mor. guider;
2 envoyer au secours le long d'une ligne de troupes ou le long des flancs;
3 en gén. faire passer, transporter (des approvisionnements à une armée, etc.);
4 envoyer en retour, renvoyer en parl. de l'écho;
5 remettre, livrer, abandonner : ἑαυτόν τινι PLUT s'abandonner (au plaisir, etc.) ; π. χάριτι ἀτύφῳ τι PLUT traiter avec grâce et sans pompe (les choses secondaires).
Étymologie: παρά, πέμπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-πέμπω langs... zenden, langssturen:. Ἥρη παρέπεμψε Hera stuurde (de Argo) erlangs Od. 12.72; Δερκυλίδας … παρεπέμφθη πεζῇ ἐφ’ Ἑλλησπόντου Dercylides werd te voet langs de kust naar de Hellespont gestuurd Thuc. 8.61.1. sturen naar:; παραπέμπει ἐπ’ οὐράν … τὸ ἀπὸ τοῦ στόματος ἱππικόν hij stuurde de ruiterij uit de voorhoede naar achteren Xen. Hell. 4.3.4; Ἑρμαῖον ὄρος παρέπεμψεν ἐμοὶ στόνον ἀντίτυπον de berg van Hermes stuurde mij de echo van mijn gekerm Soph. Ph. 1459; αὐτῷ... παραπέμψατε... θόρυβον χρηστόν geef hem een geweldig applaus Aristoph. Eq. 546; overdr.:; μουσικῇ παραπέμπων ἑαυτὸν zich toeleggend op muzische kunsten Plut. Sol. 29.6; med.: wegsturen:. ἐραστὰς π. minnaars de deur wijzen Luc. 80.12.1. begeleiden, escorteren:; παραπέμψαι τὴν παραπομπήν de voedseltoevoer begeleiden Xen. Hell. 7.2.18; παραπέμπεσθαι τὰ πλοῖα τὰ αὑτῶν de eigen handelsvloot escorteren Dem. 8.25; ἐς τὸν θάλαμον... παραπεμφθέντες naar het bruidsvertrek geëscorteerd Luc. 78.7.1; overdr.: παίζοντα δεῖ … χάριτι παραπέμπειν ἀτύφῳ wie spelen organiseert, moet dit vergezeld doen gaan van bescheiden charme Plut. CMi 46.8.

Russian (Dvoretsky)

παραπέμπω:
1 проводить мимо, пропускать (невредимым) (sc. τὴν ναῦν Hom.);
2 провожать, сопровождать (τινὰ πρὸς οἰκίαν Plut.);
3 отправлять, посылать (на помощь) (ἀνθρώπους εὐζώνους εἰς τὰ πλάγια Xen.);
4 доставлять, переправлять (τινὶ παραπομπήν Xen.; σῖτον εἰς Λῆμνον Dem.);
5 передавать, подавать (φέρε ὕδωρ, παράπεμπε τὸ χειρόμακτρον Arph.): π. τινὶ στόνον ἀντίτυπον Soph. доносить до кого-л. отголосок (его) стона; θόρυβον π. Arph. рукоплескать; π. ἑαυτὸν πότοις Plut. предаваться пьянству; χάριτι π. ἀτύφῳ Plut. проявлять радушную простоту;
6 относиться с пренебрежением, не обращать внимания (π. τοὺς οὐκ ὀρθῶς συμβουλεύοντας Dem.).

English (Autenrieth)

aor. παρέπεμψε: send past, guide past, Od. 12.72†.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
1. στέλνω κάποιον κάπου
2. (για πολεμικά πλοία) συνοδεύω νηοπομπή εμπορικών πλοίων σε καιρό πολέμου για προστασία τους από εχθρικές επιθέσεις
3. (σχετικά με δικαστικές υποθέσεις) διαβιβάζω στις ανακριτικές αρχές, υποβάλλω στο δικαστήριο για εκδίκαση («η υπόθεση παραπέμφθηκε στον αρμόδιο δικαστή»)
νεοελλ.
1. (σχετικά με έγγραφο, αίτηση, αναφορά κ.λπ.) μεταβιβάζω σε άλλον για εξέταση ή πραγματοποίηση («παρέπεμψα την αίτησή σου στον προϊστάμενο για έγκριση»)
2. αναγράφω, ορίζω ακριβώς τον συγγραφέα, το σύγγραμμα ή το μέρος του κειμένου από το οποίο έλαβα λέξη, χωρίο ή πληροφορία, κάνω παραπομπή
3. φρ. α) «τον παραπέμπουν από τον 'Αννα στον Καϊάφα» — τον στέλνουν από τον έναν στον άλλο για να εξυπηρετηθεί
β) «παραπέμπω στις ελληνικές καλένδες» — αναβάλλω επ' αόριστον
αρχ.
1. βοηθώ κάποιον να περάσει διά μέσου
2. (σχετικά με χρόνο) διανύω, περνώ («παραπέμπειν τὴν νύκτα», Πολυδ.)
3. στέλνω κάποιον κοντά ή κατά μήκος της ακτής
4. κηδεύω («χορῷ... τῷ σῶμα παραπέμπειν», Ποσειδών.)
5. υπηρετώ, περιποιούμαι κάποιον
6. συνοδεύω με φρουρά την αποστολή εφοδίων ή ζωοτροφών στρατού
7. στέλνω στρατεύματα κατά μήκος της γραμμής ή του κέρατος για βοήθεια («παρέπεμπε... εὐζώνους εἰς τὰ πλάγια καὶ εἰς τὰ ἄκρα», Ξεν.)
8. φέρνω κάτι επί πλέον
9. καταβροχθίζω, καταπίνω
10. (σχετικά με φωνή, ηχώ κ.λπ.) μεταδίδω, μεταβιβάζω («Ἑρμαῖον ὄρος παρέπεμψεν ἐμοὶ στόνον ἀντίτυπον», Σοφ.)
11. (για το φως) ανακλώ
12. παρέρχομαι, παραλείπω («τούτους δὲ παρέπεμπε ποικίλας ἐμφάσεις ποιοῦσα περὶ τοῦ μέλλοντος», Πολ.)
13. περιφρονώ
14. αφήνω, παρατώ, εγκαταλείπω
15. αποδοκιμάζω, απορρίπτω («τὰς δεήσεις παραπέμπειν», Ιώσ.)
16. μεταβιβάζω κληρονομιά
17. μέσ. παραπέμπομαι
χωρίζω τη γυναίκα μου.

Greek Monotonic

παραπέμπω: μέλ. -ψω,
I. 1. στέλνω μαζί, διέρχομαι μαζί ή μέσα από, με αιτ. τόπου, σε Ομήρ. Οδ.
2. στέλνω κοντά ή κατά μήκος της ακτής, σε Θουκ.
3. στέλνω μαζί, συνοδεύω, λέγεται για πλοία στον πόλεμο που συνόδευαν άλλα εμπορικά, σε Δημ.· ομοίως στη Μέσ., στον ίδ.
4. συνοδεύω προμήθειες για το στράτευμα, σε Ξεν.
5. στέλνω στρατιώτες πλαγίως της φάλαγγας για υποστήριξη, στον ίδ.
II. μεταδίδω, λέγεται για ήχο, παραπέμπω στόνον τινί, σε Σοφ.· θόρυβον παρ., σε Αριστοφ.
III. αφήνω να περάσει, επιτρέπω την αποχώρηση, απολύω, αποπέμπω, σε Φίλιππ. παρά Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

παραπέμπω: μέλλ. -ψω, πέμπω διὰ μέσου ἢ πέραν τινός, ἀλλ’ Ἥρη παρέπεμψεν, διήγαγε τὴν Ἀργὼ διὰ μέσου τῶν Συμπληγάδων, Ὀδ. Μ. 72· - μεταφορ., ἐπὶ χρόνου, παραπέμπει τὸν βίον, διέρχεται τὸν βίον, Ἀγαθαρχίδης ἐν Φωτ. Βιβλ. 449. 16· π. τὴν νύκτα Πολυδ. Ϛ΄, 109· - μέσ., ὅτι τὴν ἀρχὴν αὐτὸν παρεπέμψατο Διογ. Λ. 8. 87· π. τὸν κάματον Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 1360. 2) πέμπω παρὰ τὴν ἀκτήν, Θουκ. 8. 61, ἐν τῷ παθητ. 3) συνοδεύω, προπέμπω, ἐπὶ πολεμικῶν πλοίων συνοδευόντων ἐμπορικά, Δημ. 568. 14· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ. ὁ αὐτ. 96. 10· π. τινὰ πρὸς τὴν οἰκίαν Πλουτ. Περικλ. 5· ἰδίως προπέμπω εἰς τὸν τάφον, κηδεύω, Διογ. Λ. 3. 41, πρβλ. Ἀθήν. 594Ε· Παθ., ἐπὶ νυμφικῆς πομπῆς, προπέμπομαι εἰς τὸν νυμφικὸν θάλαμον, Λουκ. Ἐνάλιοι Διάλ. 5. 1· - συνοδεύω τινά, προπέμπω, Λατ. deduco, ἐπὶ τιμῆς διδομένης εἰς πρόσωπα ὑψηλῆς περιωπῆς. πῶς γὰρ ἴσον ἔχειν δύναται ... ὁ μὴ παραπέμπων τῷ παραπέμποντι; Ἐπικτ. Ἐγχειρ. 25. 2· συνοδεύω, προπέμπω μέχρι τῆς ἀγορᾶς ἢ ἀπὸ τῆς ἀγορᾶς, Δίων Κ. 356. 61., 884. 91. 4) συνοδεύω μετὰ φρουρᾶς τὴν ἀποστολὴν ζωοτροφιῶν, κτλ., Χάρητα διεπράξαντο σφίσι παραπέμψαι τὴν παραπομπὴν Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 18· σῑτον Φίλιππ. παρὰ Δημ. 251. 6, πρβλ. 1224. 22. 5) πέμπω στρατιώτας πλαγίως τῆς φάλαγγος πρὸς βοήθειαν, παραπέμπει ἐπ’ οὐρὰν καὶ τὸ ἀπὸ τοῦ στόματος ἱππικὸν Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 4· εὐζώνους εἰς τὰ πλάγια ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 6. 3, 15, πρβλ. Ἀγησ. 2, 3. 6) φέρω ὡσαύτωςπροσέτι, φέρε, παῖ, ... ὕδωρ, π. τὸ χειρόμακτρον Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 427. ΙΙ. ἐπὶ ἠχοῦς, φωνῆς, κτλ., μεταδίδω εἰς τὸν ἑπόμενον, πέμπω ὀπίσω, μεταβιβάζω, Ἑρμαῖον ὄρος παρέπεμψεν ἐμοὶ στόνον ἀντίτυπον Σοφ. Φιλ. 1459· οὕτω, θόρυβον παραπέμπω, διεγείρω θόρυβον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 546· πότοις καὶ μουσικῇ παραπέμπων ἑαυτόν, παραδίδων ἑαυτὸν εἰς τὴν μουσικὴν..., Πλουτ. Σόλων 29· χάριτι ἀτύφῳ ὁ αὐτ. ἐν Κάτωνι Νεωτ. 46. - Μέσ., φωνήν π. Δίων Κ. 1255. 24. ΙΙΙ. ἀφίνω τι νὰ παρέλθη, παρέρχομαι, παραλείπω, Λατ. praetermittere, Πολύβ. 30. 17, 17, κτλ. 2) ἀποπέμπω, Φίλιππ. παρὰ Δημ. 283. 24, κτλ.· - μέσ., ἀποπέμπω τὴν σύζυγόν μου, Ἀπολλόδ. 1. 9, 28. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παραπέμποντες· ἀπωθούμενοι». IV. μεταβιβάζω κληρονομίαν, Ὑπόθεσις εἰς Ἰσαίου λόγ. 10, σ. 79.

Middle Liddell

fut. ψω
I. to send past, convey past or through, c. acc. loci, Od.
2. to send by or along the coast, Thuc.
3. to escort, convoy, of ships of war convoying merchant vessels, Dem.; so in Mid., Dem.
4. to convoy supplies to an army, Xen.
5. to send troops to the flank, in support, Xen.
II. to pass on to, of an echo, π. στόνον τινί Soph.; θόρυβον π. to waft him applause, Ar.
III. to send away, dismiss, Philipp. ap. Dem.

Lexicon Thucydideum

mittere, to send, 1.36.2, 4.13.1, 6.70.4, 8.23.4,
PASS. 8.61.1.