παρδαλῆ
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
Attic contr. for παρδαλέη.
German (Pape)
[Seite 509] zsgz. = παρδαλέη, Poll. 4, 118.
Greek Monolingual
και παρδαλέη και δωρ. τ. παρδαλέα, ἡ, Α
το δέρμα της λεοπάρδαλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάρδαλις + επίθημα -ῆ / έη, δηλωτικό δερμάτων ζώων (πρβλ. λεοντή)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρδαλῆ -ῆς, ἡ, Ion. παρδαλέη, Dor. παρδαλέα [~ πάρδαλις] pantervel.