παρεμπλοκή
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
English (LSJ)
ἡ,
A fitting in, inclusion, κενοῦ Epicur.Frr.92, 274; ἡ κατὰ κένωσιν π. prob. in Hero Spir.1 Prooemia (παρεις-codd.); of cogs in a machine, Theo Sm.p.180 H.
2 in Tactics, = παρένταξις 2, Ascl.Tact.10.17.
3 Astrol., complication, Petos. ap. Vett. Val.281.23.
4 generally, complication, interposition, ἡ τοῦ μᾶλλον καὶ ἧττον π. Procl. in Prm. p.578 S.
5 interlude, digression, ἱστορικὴ π. Eust.103.39.
II in concrete sense, stuffing, forcemeat, Agatharch.34.
German (Pape)
[Seite 515] ἡ, das dazwischen Einflechten, ἱστορική, eingeflochtene Erzählung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρεμπλοκή: ἡ, σύμπλεξις, παρεμβολή, Ἀγάθαρχ. παρὰ Φωτ. Βιβλ. 449. 25· ἱστορικὴ π. Εὐστ. 103. 39.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ παρεμπλέκω
1. το να περικλείεται, να συμπεριλαμβάνεται κανείς ή κάτι σε κάτι άλλο
2. (μηχαν.) εμπλοκή τών δοντιών τροχού
3. στρατ. η ένταξη ελαφρώς οπλισμένων στρατιωτών μεταξύ οπλιτών
4. α) παρεμβολή
β) διηγηματική παρεμβολή, σύμπλεξη στο μέσον επεισοδίου
5. παραγέμισμα, υπερβολική συσσώρευση
6. μαγειρικό παρασκεύασμα με το οποίο γεμίζεται το κύριο μαγείρευμα, η γέμιση.