παρηόριος
From LSJ
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
English (LSJ)
η, ον, later form for παρήορος, τὴν δὲ [νῆα] παρηορίην κόπτεν ῥόος drove it from side to side, A.R.4.943; = παρήορος III, π. νόημα AP9.603 (Antip.).
Greek (Liddell-Scott)
παρηόριος: -α, -ον, ἴδε τὸ ἐπόμ.
Greek Monolingual
-ίη, -ον, Α παρήορος
ο παρήορος.
Greek Monotonic
παρηόριος: -α, -ον, = το επόμ. III, σε Ανθ.
Middle Liddell
παρ-ηόριος, η, ον = παρήορος III., Anth.]