περισσόσαρκος
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
English (LSJ)
περισσόσαρκον, over-fleshy, Suid. s.v. Πρίαπος.
German (Pape)
[Seite 593] übermäßig fleischig, wohlbeleibt, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
περισσόσαρκος: -ον, ὁ ἔχων περιττὰς σάρκας, ὑπὲρ τὸ δέον πολύσαρκος, Σουΐδ. ἐν λέξ. Πρίαπος (3).
Greek Monolingual
-ον, Μ
αυτός που έχει περιττές σάρκες, ο υπερβολικά πολύσαρκος, σωματώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + -σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. λιπόσαρκος, μικρόσαρκος].