περιτιταίνω

English (LSJ)

stretch round about, περὶ μέσσῳ χεῖρε τιτήνας Il.13.534.

German (Pape)

[Seite 596] herumspannen.

Russian (Dvoretsky)

περιτῐταίνω: распростирать (χεῖρε Hom. - in tmesi).

Greek (Liddell-Scott)

περιτῐταίνω: περιτείνω, τείνω ὁλόγυρα, περὶ μέσσω χεῖρε τιτήνας, «περὶ τὰ μέσα αὐτοῦ τὰς χεῖρας διατείνας» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ν. 534.

Greek Monolingual

Α
τεντώνω ολόγυρα από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + τιταίνω, αναδιπλασιασμένος τ. του τείνω «τεντώνω»].

Greek Monotonic

περιτῐταίνω: μτχ. αορ. αʹ -τιτήνας, τεντώνω ολόγυρα, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

aor1 part. -τιτήνας
to stretch round about, Il.