πιννοφύλαξ
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
German (Pape)
[Seite 617] ὁ, = πιννοτήρης, Arist. H. A. 5, 16.
Russian (Dvoretsky)
πιννοφύλαξ: ᾰκος ὁ Arst. = πιννοτήρης.
Greek (Liddell-Scott)
πιννοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, = πιννοτήρης, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 10, 2, Ἀθήν. 93Ε.
Greek Monolingual
και πινοφύλαξ, -ακος, ὁ Α
ο πιννοτήρης, ο πιννοθήρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίννα/ πίνη + φύλαξ.