εἰ πλείονα δ' εἰδείης Σισύφου → if you were more intelligent than Sisyphus
πισσόομαι: Αττ. πιττ-, Μέσ. (πίσσα), αφαιρώ τις τρίχες με ένα έμπλαστρο από πίσσα, σε Λουκ.
πισσόομαι, πίσσαMid. to remove the hair by means of a pitch-plaster, Luc.