πλεοναστός

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλεοναστός Medium diacritics: πλεοναστός Low diacritics: πλεοναστός Capitals: ΠΛΕΟΝΑΣΤΟΣ
Transliteration A: pleonastós Transliteration B: pleonastos Transliteration C: pleonastos Beta Code: pleonasto/s

English (LSJ)

πλεοναστή, πλεοναστόν, numerous, ὑπὲρ τοὺς πατέρας LXX De.30.5; dub.l. in ib.1 Ma.4.35.

Greek (Liddell-Scott)

πλεοναστός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὰ πάντα ἐν ἀφθονίᾳ, πλούσιος Ἑβδ. (Δευτερ. Λ΄, 5).

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α πλεονάζω
υπερπληθής, πολυάριθμος.