πλημμυρώ

From LSJ

ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me

Source

Greek Monolingual

-άω και -έω / πλημμυρῶ, -έω, και πλημμύρω και πλημύρω και πλημυρῷ, ΝΜΑ
1. πλημμυρίζω, ξεχειλίζω (α. «πλημμυράνε τα ποτάμια» β. «τὸν Ῥῆνον... κατ' ἐκεῖνο τοῦ πόρου μάλιστα πλημμυροῦντα», Πλούτ.)
2. (για χώρο) κατακλύζω με νερό (α. «σπάνε οι σωλήνες και πλημμυράνε τα σπίτια» β. «τὴν ἁμαρτίαν αυξανομένην καὶ πλημμυροῦσαν εἶδεν», Θεοδώρ.)
αρχ.
ιατρ. παρουσιάζω απότομη συσσώρευση αίματος («ἤν πλημμυρῇ ἡ κύστις», Αρετ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ., κατά την επικρατέστερη άποψη, αποτελεί παρ. του πλημ(μ)υρίς].