πλοιοκτήτης
Ἢ τὰν ἢ ἐπὶ τᾶς -> Either with this or on this | Come back victorious or dead
Plutarch, Moralia 241Greek Monolingual
ο, Ν
(νομ.) το φυσικό ή το νομικό πρόσωπο που έχει την κυριότητα και την εκμετάλλευση ενός πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοίο + -κτήτης (< κτῶμαι), πρβλ. ιδιο-κτήτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Στ. Ξένο].