πλούμισμα

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source

Greek Monolingual

το, Ν Μ πλουμίζω
η διακόσμηση με πλουμίδια, με ποικίλματα.