πνευματοκτόνος

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135

Greek Monolingual

-ον, Ν
αυτός που σκοτώνει το πνεύμα, ο καταστροφικός για την πνευματική υγεία ενός ανθρώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνεύμα, -ατος + -κτόνος (< κτείνω). Η λ. μαρτυρείται από το 1872 σε έκθεση διαγωνίσματος περί παιδείας].