ποίκιλση
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
Greek Monolingual
η / ποίκιλσις, -ίλσεως, ΝΑ ποικίλλω
νεοελλ.
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ποικίλλω, η διακόσμηση με ποικίλματα, κεντήματα, το πλούμισμα
αρχ.
ποικίλη διαμόρφωση («νομίσαντα προς πάντα εἶναι χρησίμους τὰς τῶν ἀριθμῶν διανομὰς καὶ ποικίλσεις», Πλάτ.).