ποδηγέτης

From LSJ

οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποδηγέτης Medium diacritics: ποδηγέτης Low diacritics: ποδηγέτης Capitals: ΠΟΔΗΓΕΤΗΣ
Transliteration A: podēgétēs Transliteration B: podēgetēs Transliteration C: podigetis Beta Code: podhge/ths

English (LSJ)

ποδηγέτου, ὁ, leader, guide, Lyc.385, D.C.40.25(pl.).

German (Pape)

[Seite 643] ὁ, wie ποδηγός, Führer, Wegweiser, Anführer, Sp., wie D. Cass. 40, 25.

Greek (Liddell-Scott)

ποδηγέτης: -ου, ὁ, ὡς τὸ ποδηγός, ὁδηγός, Λυκόφρ. 385.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
αυτός που ποδηγετεί, που οδηγεί ή καθοδηγεί κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + ἡγέτης (πρβλ. αρχηγέτης, ιππηγέτης)].