Οὔκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῖν ἐρᾷ → No one is so foolish that they wish to die
-έω, Νσκοντάφτω ενώ βαδίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + -σφαλῶ (< -σφαλής < σφάλλω), πρβλ. μεθυσφαλώ].