ποδοφιλώ

From LSJ

Γήρως δὲ φαύλου τίς γένοιτ' ἂν ἐκτροπή; → Senectutis non habetur effugium malae → Wie könnte man dem schlimmen Alter wohl entflieh'n?

Menander, Monostichoi, 113

Greek Monolingual

-έω, Μ
φιλώ, ασπάζομαι τα πόδια κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + -φιλῶ (< -φιλης < φίλος), πρβλ. παιδοφιλώ].