ποικιλοχρωμία
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
Greek Monolingual
η, Ν ποικιλόχρωμος
η ιδιότητα του ποικιλόχρωμου, η ύπαρξη πολλών και διαφορετικών χρωμάτων, πολυχρωμία.