ποικιλόχειρος

From LSJ

Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratioBetrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort

Menander, Monostichoi, 319
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποικῐλόχειρος Medium diacritics: ποικιλόχειρος Low diacritics: ποικιλόχειρος Capitals: ΠΟΙΚΙΛΟΧΕΙΡΟΣ
Transliteration A: poikilócheiros Transliteration B: poikilocheiros Transliteration C: poikilocheiros Beta Code: poikilo/xeiros

English (LSJ)

ποικιλόχειρον, with changeful hands, (θεά), of Fortune, prob. in Lyr.Alex.Adesp.34.1.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για την τύχη) αυτή που έχει ποικίλα, άστατα χέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος+ -χειρος (< χείρ, χειρός),πρβλ. υπόχειρος].