Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratio → Betrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort
Full diacritics: ποικῐλόχειρος | Medium diacritics: ποικιλόχειρος | Low diacritics: ποικιλόχειρος | Capitals: ΠΟΙΚΙΛΟΧΕΙΡΟΣ |
Transliteration A: poikilócheiros | Transliteration B: poikilocheiros | Transliteration C: poikilocheiros | Beta Code: poikilo/xeiros |
ποικιλόχειρον, with changeful hands, (θεά), of Fortune, prob. in Lyr.Alex.Adesp.34.1.
-ον, Α
(για την τύχη) αυτή που έχει ποικίλα, άστατα χέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος+ -χειρος (< χείρ, χειρός),πρβλ. υπόχειρος].