πολυπότνια
From LSJ
Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut
English (LSJ)
ἡ, strengthened for πότνια, h.Cer.211, A.R.1.1125, Orph.H.40.16.
German (Pape)
[Seite 669] ἡ, das verstärkte πότνια, die Hochehrwürdige, sp. D., wie Orph. H. 39, 16.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυπότνια -ας, ἡ [πολύς, πότνια] zeer machtig.
Russian (Dvoretsky)
πολυπότνια: ἡ могущественная владычица (π. Δηώ HH).
Greek Monolingual
ἡ, Α
πάρα πολύ σεβαστή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + πότνια «σεβαστή» (πρβλ. παμπότνια)].
Greek Monotonic
πολῠπότνια: ἡ, εκτεταμ. αντί πότνια, σε Ομηρ. Ύμν.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠπότνια: ἡ, ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ πότνια, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 211.