πολυχρωμία

From LSJ

Greek Monolingual

η, Ν πολύχρωμος
1. η ιδιότητα του πολύχρωμου, το να έχει κανείς ή κάτι πολλά χρώματα, το να έχει απεικονιστεί ή διακοσμηθεί με ποικίλα χρώματα
2. η συνήθεια τών αρχαίων Ελλήνων καλλιτεχνών να βάφουν με ζωηρά χρώματα διάφορα αρχιτεκτονικά μέλη τών ναών, καθώς και τα ενδύματα, τα μαλλιά και άλλα μέρη τών αγαλμάτων
3. λιθογραφική ή τυπογραφική μέθοδος εκτύπωσης εικόνων ή κειμένων με συνδυασμό δύο, τριών ή τεσσάρων χρωμάτων.