πολύρροος
From LSJ
English (LSJ)
πολύρροον, contr. πολύρρους, πολύρρουν, = πολύρυτος, Poll.6.148, Eust.96.28.
Greek (Liddell-Scott)
πολύρροος: -ον, συνῃρ. -ρους, ουν, = πολύρρυτος, Πολυδ. Ϛ΄, 148, Εὐστ. 96. 28.
German (Pape)
zusammengezogen πολύρρους, viel, sehr, stark od. reichlich fließend, Sp., wie ποταμός Eumath. 1.