πολύφορβος
English (LSJ)
πολύφορβον, also η, ον Il.9.568, Hes.Th.912: (φορβή):—feeding many, bountiful, γαῖα Il. 14.200,301; Δημήτηρ Hes.l.c.
German (Pape)
[Seite 676] nahrungsreich, viele nährend; γαῖα, Il. 14, 200. 301; auch πολυφόρβη, 9, 568; Hes. Th. 912; vgl. Buttm. Schol. Od. 11, 423.
French (Bailly abrégé)
ος ou poét. η, ον :
très nourrissant ou qui nourrit beaucoup d'êtres.
Étymologie: πολύς, φέρβω.
Russian (Dvoretsky)
πολύφορβος: и 3 питающий многих (γαῖα Hom., Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
πολύφορβος: -ον, ὡσαύτως η, ον, Ἰλ. Ι. 568, Ἡσ. Θ. 912· (φορβή)· ἐπὶ τῆς γῆς, ἡ πολλὴν φορβὴν ἔχουσα, ἡ πολλοὺς τρέφουσα, γαῖα Ἰλ. Ξ. 200· ἐπὶ τῆς Δήμητρος πολυφόρβης Ἡσ. Θεογ. 912, κλπ.
English (Autenrieth)
(φορβή): much-nourishing, bountiful. (Il.)
Greek Monolingual
-ον, και πολύφορβος, -η, -ον, Α
1. (για τη γη ή για τη θεά Δήμητρα) αυτός που έχει πολλή τροφή
2. αυτός που δίνει τροφή σε πολλούς, πολυτρόφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φορβος (< φορβή «τροφή»), πρβλ. μονόφορβος].
Greek Monotonic
πολύφορβος: -ον και -η, -ον (φορβή), αυτός που τρέφει πολλούς, άφθονος, γόνιμος, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
Middle Liddell
πολύφορβος, ον, φορβή
feeding many, bountiful, Il., Hes.