ποτιτίθημι
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
Doric for προστίθημι.
Greek Monolingual
Α
(δωρ. τ.) προστίθημι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + τίθημι.
Russian (Dvoretsky)
ποτιτίθημι: дор. Pind. = προστίθημι.