προαποδότης
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
προαποδότου, ὁ, one who renders payment first, i.e. surety, SIG2845(Delph.), JHS113.343 (Aetol.).
Greek (Liddell-Scott)
προαποδότης: -ου, ὁ, ὁ πρότερον προδότης, Συλλ. Ἐπιγρ. 1756. 6. ΙΙ. ὁ πρότερον πωλήσας, Ἐπιγρ. Αἰτωλ. ἐν Hell. J. τ. 13, σ. 343.
Greek Monolingual
ὁ, Α προαποδίδωμι
αυτός που καλείται πρώτος να καταβάλει την οφειλή.