προεξίσταμαι

From LSJ

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεξίστᾰμαι Medium diacritics: προεξίσταμαι Low diacritics: προεξίσταμαι Capitals: ΠΡΟΕΞΙΣΤΑΜΑΙ
Transliteration A: proexístamai Transliteration B: proexistamai Transliteration C: proeksistamai Beta Code: proeci/stamai

English (LSJ)

Pass., project forward, γένυς -εστηκυῖα Arist.Phgn.809b17.

German (Pape)

[Seite 721] (s. ἵστημι), vorher weg- und aus dem Wege gehen, Sp.

Russian (Dvoretsky)

προεξίσταμαι: выступать вперед: ἡ γένυς προεξεστηκυῖα Arst. выдающаяся вперед челюсть.

Greek (Liddell-Scott)

προεξίστᾰμαι: Παθ., ἐξέχω πρὸς τὰ ἐμπρός, Ἀριστ. Φυσιογν. 5, 7.

Greek Monolingual

Α
προεξέχω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐξίσταμαι «εξέχω»].