προκέντημα
From LSJ
English (LSJ)
-ατος, τό, thing pricked beforehand or thing traced out beforehand, design, pattern, S.E.M. 7.107 (pl.), Nicom.Ar.1.4.
German (Pape)
[Seite 730] τό, das Vorherabstecken eines Baues auf dem Bauplatz od. Papier, Abriß, Sp., Nicom. arithm. 1, 4; – προχάραγμα, Zurüstung zum Bau, εἰς τὰς ἀρχὰς καὶ τὰ προκεντήματα δαπανᾶν, Sext. Emp. adv. log. 1, 107.
Russian (Dvoretsky)
προκέντημα: ατος τό общий очерк, эскиз (αἱ ἀρχαὶ καὶ τὰ προκεντήματα Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
προκέντημα: τό, τὸ κεντηθὲν ἢ χαραχθὲν προηγουμένως ἐν εἴδει σχεδίου, τὸ σχέδιον ἔργου τινός, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 107, Ρήτορ. (Walz) 1. 444· ― σχέδιον, Κλήμ. Ἀλ. 970· πρβλ. προχάραγμα.
Greek Monolingual
-ατος, τὸ, Α προκεντῶ
σχέδιο, πρότυπο που χαράχθηκε προηγουμένως, προσχέδιο ενός έργου.