προσαμμώνω

From LSJ

Ψεύδει γὰρ ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην → A second thought proves one's first thought false

Sophocles, Antigone, 389

Greek Monolingual

Ν
καλύπτω κάτι με άμμο, ρίχνω άμμο προκειμένου να γεμίσω κενά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + άμμος + κατάλ. -ώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Δ. Κ. Παπαγεωργίου].