προσεπιχώννυμι
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 762] (s. χώννυμι), noch dazu daraufschütten, Plut. abs. stoic. op. 3.
French (Bailly abrégé)
ajouter de nouveaux atterrissements.
Étymologie: πρός, ἐπιχώννυμι.
Russian (Dvoretsky)
προσεπιχώννῡμι: наваливать кучами, нагромождать Plut.
Greek (Liddell-Scott)
προσεπιχώννῡμι: ἐπισωρεύω (σωρὸν ἐπὶ σωρῷ) προσέτι, Πλούτ. 2. 1058Α.
Greek Monolingual
Α ἐπιχώννυμι
επισωρεύω κι άλλο χώμα.