προσηττώμαι

From LSJ

κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it

Source

Greek Monolingual

-άομαι, Μ ἡττῶμαι
ηττώμαι, νικιέμαι και από κάποιον άλλο.