προσθαλασσώνω

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source

Greek Monolingual

Ν
κατεβάζω ομαλά υδροπλάνο ή άλλη πτητική μηχανή στην επιφάνεια της θάλασσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + θάλασσα + κατάλ. -ώνω].