προσρόφηση
Greek Monolingual
η, Ν
(φυσ. -χημ.) διείσδυση ξένων μορίων ή ιόντων στην επιφάνεια υγρών ή στερεών, συνήθως πορωδών ή κονιοποιημένων, σωμάτων και η συγκράτησή τους σ' αυτήν, σε αντιδιαστολή με την απορρόφηση, που είναι διείσδυση ουσιών στο εσωτερικό τους.