προσυλλογίζομαι

From LSJ

νὴ Δί᾿, ὦ [[φίλος|φίλη]] [[γύναι]], [[λέγω|λέγε]] → yes, dear lady, speak → yes, dear lady, do speak up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσυλλογίζομαι Medium diacritics: προσυλλογίζομαι Low diacritics: προσυλλογίζομαι Capitals: ΠΡΟΣΥΛΛΟΓΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: prosyllogízomai Transliteration B: prosyllogizomai Transliteration C: prosyllogizomai Beta Code: prosullogi/zomai

English (LSJ)

conclude by a prosyllogism; cf. προσυλλογισμός Arist. APr.66a35, Top.156a7.

German (Pape)

[Seite 784] med., sich eines προσυλλογισμός bedienen, Arist. top. 8, 1.

Russian (Dvoretsky)

προσυλλογίζομαι: умозаключать с помощью просиллогизма Arst.

Greek (Liddell-Scott)

προσυλλογίζομαι: ἀπολ., συμπεραίνω διὰ προσυλλογισμοῦ. (πρβλ. τὸ ἑπόμ.), Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 2. 19, 2, Τοπ. 8. 1, 6· ῥηματ. ἐπίθ. προσυλλογιστέον, πρέπει τις νὰ καμῃ προσυλλογισμόν, αὐτόθι 6. 10, 4.

Greek Monolingual

ΝΑ
1. χρησιμοποιώ προσυλλογισμό
2. συμπεραίνω με προσυλλογισμό
νεοελλ.
συλλογίζομαι, σκέπτομαι κάτι εκ τών προτέρων («έπρεπε να το έχει προσυλλογιστεί»).