παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
προσφαντάζω: παριστάνω προσέτι Ἐκκλ.
Μπαριστάνω κάτι επί πλέον.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + φαντάζω «καθιστώ ορατό, αναπαριστώ»].