προσφαντάζω

From LSJ

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source

Greek (Liddell-Scott)

προσφαντάζω: παριστάνω προσέτι Ἐκκλ.

Greek Monolingual

Μ
παριστάνω κάτι επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + φαντάζω «καθιστώ ορατό, αναπαριστώ»].