προτέγισμα
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
English (LSJ)
-ατος, τό, in plural, eaves, Poll.1.81.
German (Pape)
[Seite 790] τό, das Vordach, Poll. 1, 81.
Greek (Liddell-Scott)
προτέγισμα: τό, τὸ ἔμπροσθεν μέρος στέγης, «τὸ ὑπεράνω τοῦ ὀρόφου, τέγος· τὰ δὲ ὑπὲρ αὐτοῦ προὔχοντα, ὡς καὶ τὸν ὄμβρον ἀπερύκειν, προτεγίσματα» Πολυδ. Α´, 81.
Greek Monolingual
-ίσματος, τὸ, Α
(κυρίως στον πληθ.) τὰ προτεγίσματα
το μπροστινό μέρος της στέγης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + τέγος «στέγη» + κατάλ. -ισμα (< ρ. σε -ίζω)].