πρωτεῖον
English (LSJ)
τό, (πρωτεύω) chief rank, first place, τὸ π. ἔχειν D.10.74, cf. 18.321, D.S.1.2, etc.: mostly pl., first prize or place, Pl.Phlb. 22e, 33c, D.18.66, Longin.34.1; τὰ π. τῆς ἀγωγῆς Phld.Sto. 339.11; τὰ π. φέρεσθαι D.H.Comp.24; τῶν π. ὀρέγεσθαι D.S.17.54; τινὶ τὰ π. τῆς ἡγεμονίας παρασχέσθαι Agath.3.2.
German (Pape)
[Seite 804] τό, = πρωτεία; bes. im plur., der erste Preis, Siegespreis, Plat. Phil. 22 e 33 c; τὸ πρωτεῖον εἶχε, neben προειστήκει τῶν ἄλλων Ἑλλήνων, Dem. 10, 74; ἀεὶ περὶ πρωτείων καὶ τιμῆς καὶ δόξης ἀγωνιζομένην πόλιν, 18, 66; Folgde; στασιάζειν περὶ τῶν ἐν ταῖς μάχαις πρωτείων, Pol. 1, 24, 3, wie ἡ τῶν πρωτείων ἅμιλλα, 6, 47, 8; τῶν ἀγώνων, 18, 11, 4; Sp., wie Luc., περὶ τῶν πρωτείων ἁμιλλᾶσθαι Tox. 22.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 premier rang, prééminence;
2 τὰ πρωτεῖα premier prix.
Étymologie: πρῶτος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρωτεῖον -ου, τό [πρῶτος] hoogste positie; eerste prijs, meestal plur.
Russian (Dvoretsky)
πρωτεῖον: τό преимущ. pl. первое место, первенство (τὸ π. ἔχειν Dem.; τὰ ἐν ταῖς μάχαις πρωτεῖα Polyb.; τὸ π. τῆς ἀρετῆς Diod.).
Greek Monotonic
πρωτεῖον: τό (πρωτεύω), πρώτη τάξη, πρώτη θέση, σε Δημ.· κυρίως στον πληθ., πρώτο βραβείο, πρώτο μέρος ή θέση, σε Πλάτ., Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
πρωτεῖον: τό, (πρωτεύω) ἡ πρώτη τάξις, ἡ πρώτη θέσις, τὸ πρ. ἔχειν Δημ. 151. 8, πρβλ. 331. 24, Διόδ. 1. 2, κτλ.· - ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., τὸ πρῶτον βραβεῖον, τὸ πρῶτον μέρος ἢ ἡ πρώτη θέσις, Πλάτ. Φίληβ. 22Ε, 33C, Δημ. 247. 5· τὰ πρ. φέρεσθαι Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 24· τῶν πρ. ὀρέγεσθαι Διόδ. 17. 54.
Middle Liddell
πρωτεῖον, ου, τό, πρωτεύω
the chief rank, first place, Dem.:—mostly in plural the first prize, first part or place, Plat., Dem.