πρῖσμα
From LSJ
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
Russian (Dvoretsky)
πρῖσμα: ατος τό
1 тж. pl. опилки Anth.;
2 мат. призма.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρῖσμα -ατος, τό [1. πρίω] wat gezaagd is zaagsel. geneesk. wond na trepanatie.