πόλωση

From LSJ

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348

Greek Monolingual

η, Ν
1. (ηλεκτρ.) α) η αποκατάσταση διαφοράς δυναμικού μεταξύ δύο αγωγών
β) φαινόμενο κατά το οποίο οι χημικές αντιδράσεις οι οποίες προκαλούνται από το ηλεκτρικό ρεύμα που διαρρέει τον ηλεκτρολύτη μιας ηλεκτρικής στήλης ή μιας μπαταρίας προκαλούν ηλεκτρεγερτική δύναμη αντίθετης φοράς από αυτήν που παρέχει η στήλη ή η μπαταρία
2. (ηλεκτρον.) συνεχής τάση, τάση πόλωσης, που εφαρμόζεται στο οδηγό πλέγμα μιας ηλεκτρονικής λυχνίας με σκοπό τον καθορισμό του σημείου λειτουργίας της
3. φυσ. α) (στην κυματική) συνοπτική ονομασία τών φαινομένων που συνδέονται με τον προσανατολισμό τών εγκάρσιων κυμάτων, και κυρίως τών ηλεκτρομαγνητικών, ως προς τον άξονα διάδοσής τους
β) βαθμιαία εκμηδένιση της έντασης φωτεινής ακτίνας κατά την ανάκλαση ή διάθλασή της υπό ορισμένες συνθήκες
γ) όρος που χρησιμοποιείται για ένα σύστημα περιστρεφόμενων σωματιδίων που χαρακτηρίζει το μέγεθος της διαφοράς ανάμεσα στα παράλληλα και τα αντιπαράλληλα διανύσματα συστροφής
4. (πυρην.) (κατά τις πυρηνικές αντιδράσεις), η κατανομή, σύμφωνα με ορισμένο εκλεκτικό προσανατολισμό, τών σπιν μιας δέσμης σωματιδίων-βλημάτων ή μιας ομάδας πυρήνων-στόχων, καθώς και το φαινόμενο που προκαλεί μια τέτοια κατανομή
5. (πολ.) η συγκέντρωση πολιτικών δυνάμεων μιας χώρας σε δύο πόλους που αντιστοιχούν στην αντιπαράθεση δύο μεγάλων κοινωνικών ομάδων με αντιτιθέμενα συμφέροντα
6. (φιλοσ.) διαχωρισμός ενός ενιαίου όλου σε δύο αντιτιθέμενους και αλληλοκαθοριζόμενους πόλους
7. φρ. α) «γραμμική πόλωση»
φυσ. πόλωση του φωτός όπου οι φωτεινές ταλαντώσεις γίνονται μόνο προς μια σταθερή κατεύθυνση
β) «διηλεκτρική πόλωση»
(ηλεκτρ.) μεταβολή που υφίσταται ένα μονωτικό όταν βρεθεί υπό την επίδραση ηλεκτρικού πεδίου
γ) «δυναμική πόλωση»
φυσ. διαδικασία η οποία παρέχει συγκεκριμένο προσανατολισμό σε έναν άξονα αναφερόμενο σε ορισμένη ιδιότητα ενός ατομικού πυρήνα, όπως είναι λ.χ. το σπιν του, ή στον άξονα συμμετρίας του
δ) «επίπεδο πόλωσης» φυσ. επίπεδο που χαρακτηρίζει τον προσανατολισμό τών φωτεινών ταλαντώσεων στο πολωμένο φως
ε) «επίπεδο πόλωσης κύματος»
(τηλεπικ.) χαρακτηριστικό επίπεδο τών πολωμένων ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, το οποίο καθορίζεται από την διεύθυνση του διανύσματος του ηλεκτρικού πεδίου και από τη διεύθυνση διάδοσης του κύματος
στ) «ηλεκτρική πόλωση»
i) (νευροβιολ.) η πόλωση της σε ηρεμία κυτταρικής μεμβράνης διεγέρσιμων συστατικών, λ.χ. τών μυών και τών νευρώνων, κατά τον τρόπο που είναι πολωμένη μια ηλεκτρική στήλη, δηλαδή με τα θετικά φορτία προς τά εξω και τα αρνητικά στο εσωτερικό της
ii) φυσ. διανυσματικό φυσικό μέγεθος ίσο με τη διαφορά ανάμεσα στην ηλεκτρική επαγωγή και στο γινόμενο του ηλεκτρικού πεδίου επί την διηλεκτρική σταθερά
ζ) «πόλωση ηλεκτροδίων»
(ηλεκτρ.) η μείωση της ηλεκτρεγερτικής δύναμης μιας ηλεκτρικής στήλης σε λειτουργία, που οφείλεται στην ηλεκτροχημική μεταβολή της επιφάνειας τών ηλεκτροδίων
η) «κυκλική πόλωση»
φυσ. πόλωση όπου η κατεύθυνση τών ταλαντώσεων μεταβάλλεται κανονικά
θ) «μαγνητική πόλωση»
φυσ. διανυσματικό φυσικό μέγεθος ίσο με τη διαφορά ανάμεσα στην μαγνητική επαγωγή και στο γινόμενο του μαγνητικού πεδίου επί την μαγνητική διαπερατότητα του μέσου
ι) «ολική γωνία πόλωσης» — γωνία πρόσπτωσης φυσικού φωτός, τέτοια ώστε η πόλωση να είναι πλήρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολώνω. Η λ., στον λόγιο τ. πόλωσις, μαρτυρείται από το 1854 στο περιοδικό (Νέα) Πανδώρα].