ραγόπους

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135

Greek Monolingual

-οδος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει σκασμένα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάγος + πούς.