ρεύμα

From LSJ

Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men

Sophocles, Antigone, 940-942

Greek Monolingual

το / ῥεῦμα, ΝΜΑ, και ρέμα Ν ῥέω
1. κίνηση ρευστής μάζας
2. η ίδια η κινούμενη μάζα («ώ λαμπρόν του Αιγαίου ρεύμα», Κάλβ.)
3. αθρόα ροή ποταμού («το ρεύμα του ποταμού παρέσυρε τα πάντα»)
4. κοίτη ρυακιού ή χειμάρρου, ρέμα, ρεματιά
5. κίνηση, φύσημα αέρα (α. «κλείσε τα παράθυρα γιατί κάνει ρεύμα» β. «τὸ ἀκούειν γίνεται ῥεύματός τινος φερομένου ἀπὸ τοῦ φωνοῦν τος», Επίκτ.)
6. συρροή ανθρώπων, πλήθος ανθρώπων που κινούνται προς μια κατεύθυνση (α. «τον παρέσυρε το ρεύμα του πλήθους» β. «ῥεῦμα τ' ἐξορμῶν στρατοῦ», Ευρ.)
νεοελλ.
1. (μετεωρ.) κάθε μετακίνηση ατμοσφαιρικών μαζών που οφείλεται στην ύπαρξη διαφορών θερμοκρασίας και ατμοσφαιρικής πίεσης (α. «ανοδικά ρεύματα» β. «καθοδικά ρεύματα»)
2. α) σύνολο φιλοσοφικών, πολιτικών, επιστημονικών ή καλλιτεχνικών ιδεών ή δοξασιών, που υιοθετούνται σε μια ορισμένη χρονική περίοδο από έναν μεγάλο, σχετικά, αριθμό ανθρώπων («τα φιλοσοφικά και καλλιτεχνικά ρεύματα της Αναγέννησης»)
β) ομαδική τάση προς ορισμένη πολιτικο-ιδεολογική κατεύθυνση στα πλαίσια ενός ευρύτερου συνόλου (α. «το ρεύμα της αντιπολίτευσης είναι ισχυρό» β. «στο κυβερνητικό κόμμα διακρίνονται σαφώς δύο ρεύματα»)
3. φρ. α) «βελοειδές ρεύμα»
ωκεαν. μικρού εύρους θαλάσσιο ρεύμα που αναπτύσσεται απότομα σαν αεροχείμαρρος και κινείται από την ακτή προς τα ανοιχτά
β) «ηλεκτρικό ρεύμα»
(ηλεκτρ.) η κίνηση ηλεκτρικών φορτίων κατά μήκος ενός αγωγού, μέσα σε ένα διάλυμα ή σε ένα ιοντισμένο αέριο
γ) «ρεύμα εκκίνησης»
(ηλεκτρ.) ηλεκτρικό ρεύμα κατάλληλο για την έναρξη περιστροφής ενός ηλεκτρικού κινητήρα που, συνήθως, προκαλείται από τάση χαμηλότερη της τάσης λειτουργίας
δ) «επίμηκες ρεύμα»
ωκεαν. παράκτια κίνηση του νερού παράλληλα προς μια θαλάσσια ή λιμναία ακτή, η οποία δημιουργείται, γενικά, από τη θραύση τών κυμάτων που προσπίπτουν στην ακτογραμμή υπό γωνία
ε) «ρεύμα λάβας»
(πετρογρ.) μορφή έκχυσης λάβας στην επιφάνεια της Γης που παρουσιάζει μέγιστη ανάπτυξη προς μια διεύθυνση, σε αντίθεση προς τις άλλες διευθύνσεις που χαρακτηρίζονται από πολύ μικρότερη ανάπτυξη
στ) «ρεύμα πυθμένα»
ωκεαν. πυκνό, κατώτερο στρώμα θαλάσσιου νερού που διαχωρίζεται σαφώς από τα υπερκείμενα νερά λόγω της χαρακτηριστικής θερμοκρασίας, αλατότητας και περιεκτικότητάς του σε οξυγόνο
ζ) «θαλάσσια ρεύματα» ωκεαν. οριζόντιες ή κατακόρυφες κινήσεις τών θαλάσσιων μαζών που προκαλούνται από την περιστροφή της Γης γύρω από τον άξονά της, την τριβή του ανέμου στην επιφάνεια της θάλασσας και τις διαφορές πυκνότητας μεταξύ τών θαλάσσιων στρωμάτων
η) «λιμναία ρεύματα»
ωκεαν. κίνηση του λιμναίου νερού που προκαλείται από τον άνεμο, τις κυματαναπάλσεις, καθώς και από εισροή και εκροή νερού
θ) «ρεύματα μεταφοράς»
(γεωφ.) ροή στον μανδύα της Γης
ι) «ρεύματα πυκνότητας»
(φυσ.-ωκεαν.) ρεύματα σε υγρά ή αέρια μέσα που κινούνται υπό την επίδραση της βαρύτητας και οφείλονται σε μικρές διαφορές της πυκνότητας
ια) «ρεύματα τουρβιδιτικά» ή «ρεύματα θολερότητας»
ωκεαν. τύποι υδάτινων ρευμάτων που δημιουργούνται από τις διαφορές πυκνότητας τις οποίες προκαλεί το αιωρούμενο ίζημα, το οποίο δίνει στα ρεύματα και τη χαρακτηριστική θολή εμφάνισή τους
ιβ) «υδάτινο ρεύμα» — ρεύμα νερού
ιγ) «εναλλασσόμενο ρεύμα»
(ηλεκτρ.) ηλεκτρικό ρεύμα του οποίου η φορά και η ένταση ποικίλλουν περιοδικά ως προς τον χρόνο
ιδ) «μονοφασικό ρεύμα»
(ηλεκτρ.) εναλλασσόμενο ρεύμα που παράγεται από μια μόνο ηλεκτρεγερτική δύναμη
ιε) «πολυφασικό ρεύμα»
(ηλεκτρ.) εναλλασσόμενο ηλεκτρικό ρεύμα που προκύπτει από ένα σύνολο ηλεκτρεγερτικών δυνάμεων που έχουν την ίδια συχνότητα αλλά διαφέρουν η μία από την άλλη κατά το ίδιο κλάσμα περιόδου
ιστ) «συνεχές ρεύμα»
(ηλεκτρ.) ηλεκτρικό ρεύμα του οποίου η φορά και η ένταση δεν ποικίλλουν ως προς το χρόνο
ιζ) «τυρβώδη ρεύματα» — ρεύματα εξ επαγωγής που δημιουργούνται στο εσωτερικό τών μεταλλικών μερών τών ηλεκτρομαγνητικών και τών ηλεκτρικών συσκευών, με αποτέλεσμα την υπερθέρμανσή τους, αλλ. ρεύματα Φουκώ
ιη) «ρεύματα Φουκώ»
(ηλεκτρ.) τα τυρβώδη ρεύματα
ιθ) «Ρεύμα του κόλπου»
ωκεαν. θερμό ωκεάνιο ρεύμα που κινείται προς τα βορειοανατολικά, έξω από την ακτή της Βόρειας Αμερικής, μεταξύ του Ακρωτηρίου Χέτερες της Βόρειας Καρολίνας και τών Μεγάλων Υφάλων της Νέας Γης, όπου διαχωρίζεται σε πολλούς κλάδους, ορισμένοι από τους οποίους διασχίζουν τον Ατλαντικό και ρέουν προς τις Βρετανικές Νήσους και τη Νορβηγική Θάλασσα και σχηματίζουν το λεγόμενο Βορειοατλαντικό Ρεύμα, ενώ άλλοι κλάδοι ρέουν προς τα νότια και νοτιοανατολικά και ενώνονται τελικά με αντιρρεύματα που κινούνται από τα ανατολικά προς τα δυτικά, καθώς και με το Ρεύμα τών Καναρίων Νήσων, αλλ. Γκολφ Στρημ
μσν.
ο πορθμός του Βοσπόρου
αρχ.
1. ροή λάβας
2. περίσσεια, αφθονία («πολλοῦ... τῶν ἀγαθῶν ῥεύματος», Λιβάν.)
3. ορμή, σφοδρότηταμετὰ πολλοῦ ῥεύματος εἰς τὴν στοὰν φερόμενος», Πλούτ.)
4. ροή λόγου, ευγλωττία («στρογγύλα τὰ ῥήματα καὶ ῥεῦμα ἄπαυστον», Λιβάν.)
6. ροή του χρόνου
7. η φορά τών πραγμάτων, της ζωής («τὸ τῆς τύχης... ῥεῦμα μεταπίπτει ταχύ», Μέν.)
8. (για σωματικό υγρό) καταρροή («στομάχου καὶ κοιλίας ῥεῦμα», Διοσκ.)
9. ρευματισμός («ῥεῦμα εἰς τοὺς πόδας κατεληλύθει», Λουκιαν.).

Translations

current

Albanian: lumë; Arabic: تَيَّار‎; Armenian: հոսանք; Assamese: সোঁত; Bau Bidayuh: selog, sobag; Belarusian: паток, цячэнне; Brunei Bisaya: sinolog; Bulgarian: струя; Burmese: ယဉ်; Catalan: riu, corrent; Cebuano: sulog; Central Melanau: aruih; Chinese Mandarin: 水流, 流; Czech: proud; Dutch: stroming, stroom; Esperanto: fluo; Estonian: hoovus; Finnish: virta, virtaus; French: courant; Friulian: corint; Galician: corrente; Georgian: დინება, ნაკადი; German: Strömung; Greek: ρεύμα; Ancient Greek: ῥεῦμα; Hawaiian: au; Hebrew: זֶרֶם‎; Hindi: प्रवाह, धारा; Hungarian: áram, áramlat, ár; Iban: arus, arong; Indonesian: arus; Interlingua: currente; Iranun: reges; Irish: sruth; Italian: corrente; Japanese: 流れ; Kazakh: ағым; Khmer: ចរន្ត, ស្រោតា; Kimaragang: linogod; Korean: 흐름; Lao: ກະແສ; Latin: flumen, cursus, aestus; Latvian: straume; Lithuanian: srovė, tėkmė; Lotud: sinolog; Macedonian: струја; Malay: arus; Manx: stroo; Maori: au; Mongolian: урсгал; Norman: couothant, halant; Norwegian Bokmål: strøm; Nynorsk: straum; Occitan: corrent; Old Irish: sruth; Persian: جریان‎, جاری‎; Polish: prąd inan; Portuguese: corrente; Romanian: curent, șuvoi, flux; Rungus: murullun; Russian: поток, течение; Sanskrit: रेतस्; Scottish Gaelic: sruth; Serbo-Croatian Cyrillic: струја; Roman: strúja; Slovak: tok, prúd; Slovene: tok; Spanish: corriente; Swahili: mkondo; Swedish: ström, strömning; Tagal Murut: aug; Tagalog: agos; Telugu: ప్రవాహం; Thai: กระแส; Turkish: akıntı, akım; Ukrainian: струм, поті́к, течія; Urdu: دھارا‎; Vietnamese: dòng