ρωμαλεότητα
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
Greek Monolingual
η / ῥωμαλεότης, -ητος, ΝΜΑ ῥωμαλέος
η ιδιότητα του ρωμαλέου, η ύπαρξη σωματικής ρώμης, δύναμης και αντοχής, ευρωστία
νεοελλ.
μτφ. εξαιρετική δύναμη, εξαιρετική ικανότητα («ρωμαλεότητα του πνεύματος»).