σαρκήρης

From LSJ

Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us

Apollonius of Rhodes, Argonautica, 3.1129f.
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαρκήρης Medium diacritics: σαρκήρης Low diacritics: σαρκήρης Capitals: ΣΑΡΚΗΡΗΣ
Transliteration A: sarkḗrēs Transliteration B: sarkērēs Transliteration C: sarkiris Beta Code: sarkh/rhs

English (LSJ)

σαρκήρες, of, consisting of flesh, στάχυς Trag.Adesp. 263.

Greek (Liddell-Scott)

σαρκήρης: -ες, ὁ σαρκώδης, ἐκ σαρκὸς συνιστάμενος, στάχυς παρ’ Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ῆρες, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που αποτελείται από σάρκες, σαρκώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -ήρης (Ι)].