Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
το / σαρκίδιον, ΝΑ
(με υποκορ. σημ.) μικρό τεμάχιο σάρκας
νεοελλ.
1. ανατ. οποιαδήποτε μικρή σαρκώδης έκφυση
2. βοτ. σαρκώδης έκφυση στο σπέρμα ορισμένων φυτών
αρχ.
1. η κλειτορίδα
2. η οπή της ουρήθρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. κνημίδιον)].