σαρκερός

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
σαρκώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρκα + κατάλ. -ερός (πρβλ. βροχερός, παγερός)].