σαρκεύς

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που έχει ανθρώπινη σάρκα, ένσαρκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + κατάλ. -εύς (πρβλ. ιππεύς)].