σαρκολάτρης

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449

Greek (Liddell-Scott)

σαρκολάτρης: -ου, ὁ, ὁ λατρεύων τὴν σάρκαν, Γρηγ. Γαζ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που λατρεύει την σάρκα, τις υλικές απολαύσεις, ο υλιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + λάτρης (πρβλ. ειδωλολάτρης)].