σαρκολαβίδα

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source

Greek Monolingual

η / σαρκολαβίς, -ίδος, ΝΜΑ
χειρουργικό εργαλείο, ο σαρκολάβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + λαβίς.