ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
η / σαρκολαβίς, -ίδος, ΝΜΑχειρουργικό εργαλείο, ο σαρκολάβος.[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + λαβίς.