σαρκομανώ

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252

Greek Monolingual

-έω, ΜΑ
μαίνομαι από σαρκική επιθυμία ή διαπράττω σαρκική ακολασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -μανῶ (< -μανής < μαίνομαι), πρβλ. ερωτομανώ, ιππομανώ].