σαρκοπαγής
Ἢ ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod
English (LSJ)
σαρκοπαγές, (πήγνυμι) compact of flesh, APl.4.134 (Mel.).
German (Pape)
[Seite 863] ές, von Fleisch zusammengefügt, fleischig, λίθος, von der Niobe, Mel. 117 (Plan. 134).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
fait d'une chair pétrifiée.
Étymologie: σάρξ, πήγνυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σαρκοπαγής -ές [σάρξ, πήγνυμι] uit vlees vast geworden, versteend (van Niobe). AP 16.134.12.
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
(ποιητ. τ.) αποτελούμενος από σάρκα, σαρκώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -παγής (< θ. παγ- του πήγνυμι, πρβλ. αόρ. β' ἐ-πάγ-ην), πρβλ. ξυλοπαγής].
Greek Monotonic
σαρκοπᾰγής: -ές (παγῆναι), αποτελούμενος από σφιχτή σάρκα, εύσαρκος, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
σαρκοπᾰγής: -ές, (πήγνυμι) ὁ ἐκ σαρκὸς συμπεπηγμένος, συγκείμενος, σαρκώδης, Ἀνθ. Πλαν. 134.